Όπως
ανακοινώθηκε χθες από το
οικονομικό επιτελείο της
κυβέρνησης, άμεσα θα
έλθει προς ψήφιση στη
Βουλή νομοσχέδιο με το
οποίο θα διευρύνονται τα
εισοδηματικά και
περιουσιακά κριτήρια που
χρησιμοποιούνται για το
χαρακτηρισμό ενός
οφειλέτη ως ευάλωτου για
τις ανάγκες του
εξωδικαστικού
μηχανισμού.
Αρκεί τα
δάνειά του να είναι μη
εξυπηρετούμενα και το
ύψος τους να μην
υπερβαίνει τις 300.000
ευρώ.
Όσοι
πληρούν τις σχετικές
νέες προϋποθέσεις και
υποβάλλουν αίτημα για
την αναδιάρθρωση των
οφειλών τους, θα είναι
σίγουροι ότι η πρόταση
ρύθμισης που θα παραχθεί
από τον αλγόριθμο του
μηχανισμού, θα γίνει
αποδεκτή από τους
πιστωτές.
Αυτό
ισχύει σήμερα μόνο για
όσους έχουν ετήσιο
εισόδημα από 7.000 έως
21.000 ευρώ, συνολική
περιουσία από 120.000
έως 180.000 ευρώ και
καταθέσεις από 7.000 έως
21.000 ευρώ, ανάλογα με
τη σύνθεση του
νοικοκυριού τους.
Με τη
ρύθμιση που προωθείται
τα όρια που εντάσσουν
κάποιον σε καθεστώς
ευαλωτότητας
διπλασιάζονται,
οδηγώντας σε διεύρυνση
της περιμέτρου των
δυνητικά δικαιούχων.
Η γενική
γραμματέας
Χρηματοπιστωτικού Τομέα
και Διαχείρισης
Ιδιωτικού Χρέους Θεώνη
Αλαμπάση, κατά τη
χθεσινή παρουσίαση των
σχετικών μέτρων, απέφυγε
τη διατύπωση εκτίμησης
για το βαθμό αύξησης του
αριθμού των ευάλωτων,
καθώς το φορολογικό και
τραπεζικό απόρρητο δεν
επιτρέπει τη συλλογή των
απαραίτητων δεδομένων.
Η
αισιοδοξία
Πηγές
από τον κλάδο των
servicers ωστόσο
εκφράζουν την αισιοδοξία
τους ότι με τη
συγκεκριμένη παρέμβαση
θα αυξηθεί αξιοσημείωτα
η ζήτηση για ρυθμίσεις
μέσω του εξωδικαστικού
μηχανισμού το επόμενο
διάστημα.
Όπως
λένε, «η άρση του
απορρήτου που είναι
απαραίτητη πριν την
υποβολή αίτησης στον
εξωδικαστικό μηχανισμό
λειτουργούσε αποτρεπτικά
σε πολλές περιπτώσεις
δανειοληπτών που είχαν
κάποια εισοδήματα,
καταθέσεις ή και ακίνητα
στο όνομά τους».
Συγκεκριμένα, εξηγούν οι
ίδιοι κύκλοι, «απέφευγαν
να μπουν στην όλη
διαδικασία, καθώς η
αίτησή τους δεν τους
εξασφάλιζε την ευνοϊκή
ρύθμιση των οφειλών
τους, λόγω της μη
υποχρεωτικότητας
αποδοχής της παραγόμενης
πρότασης από την πλευρά
των πιστωτών».
Δηλαδή
κινδύνευαν να
αποκαλύψουν το σύνολο το
τραπεζικών και
φορολογικών τους
δεδομένων, χωρίς να
πετύχουν την
αναδιάρθρωση των χρεών
τους, με ότι αυτό
συνεπάγεται για τις
μετέπειτα ενέργειες σε
βάρος τους.
Από εδώ
και στο εξής όμως, αυτό
ο κίνδυνος αίρεται, από
τη στιγμή που θα
χαρακτηριστούν ευάλωτοι,
με βάση τα νέα
διευρυμένα όρια που
ανακοίνωσε η κυβέρνηση.
Στο
πλαίσιο αυτό, οι
πιστωτές ευελπιστούν σε
αύξηση του αριθμού των
αιτήσεων, για την
ταχύτερη τακτοποίηση
εκκρεμών υποθέσεων, με
το χαμηλότερο για αυτούς
διοικητικό κόστος που
εξασφαλίζει ο
εξωδικαστικός μηχανισμός
και δίχως τη χρονοβόρα
και πιο ακριβή
διαδικασία των
πλειστηριασμών.
Παράλληλα, μέσω
περαιτέρω βελτιώσεων που
ανακοίνωσε η κυβέρνηση,
δρομολογείται η βελτίωση
των όρων ρύθμισης, καθώς
θα μειωθεί η αξία των
ακίνητων εξασφαλίσεων
που λαμβάνει υπόψιν ο
αλγόριθμος.
Ως
γνωστόν, με βάση την
ισχύουσα νομοθεσία, ο
πιστωτής μέσω της
ρύθμισης θα πρέπει να
λάβει σε όρους παρούσας
αξίας τα χρήματα που θα
εισέπραττε εάν
ρευστοποιούσε την
περιουσία του
δανειολήπτη.
Με την
προωθούμενη λοιπόν, από
το υπουργείο
Οικονομικών, μείωση της
εκτιμώμενης αξίας της,
αυξάνεται το πιθανό
κούρεμα επί της οφειλής.
Ο φορέας
για τους ευάλωτους
Εξάλλου,
ανακοινώθηκε ότι
παρατείνεται κατά
τέσσερις μήνες το
ενδιάμεσο πρόγραμμα
κρατικής στήριξης 1ης
κατοικίας ευάλωτων
νοικοκυριών, ώστε να
δίνεται η δυνατότητα
αξιοποίησής του από τους
ενδιαφερόμενους μέχρι τη
σύσταση του Φορέα
απόκτησης και
επαναμίσθωσης ακινήτων.
Μετά την
εξασφάλιση 100 εκατ.
ευρώ από τους
συστημικούς ομίλους που
θα χρησιμοποιηθούν για
τη λειτουργία του, στο
υπουργείο Εθνικής
Οικονομίας και
Οικονομικών ευελπιστούν
ότι μέχρι το καλοκαίρι ο
διαγωνισμός για την
προσέλκυση ιδιώτη
επενδυτή που θα τρέξει
το εγχείρημα θα στεφθεί
με επιτυχία.
Οι
servicers υπολογίζουν
ότι περί τους 15.000 –
20.000 οφειλέτες
δανειολήπτες βρίσκονται
σε πραγματική αδυναμία
εξυπηρέτησης του χρέους
τους και κινδυνεύουν με
απώλεια της κατοικίας
τους, του μοναδικού τους
περιουσιακού στοιχείου.
Όσα
νοικοκυριά συμφωνήσουν
να ενταχθούν στο
ενδιάμεσο πρόγραμμα και
στη συνέχεια στο Φορέα,
θα παραμένουν στο σπίτι
τους ως ενοικιαστές για
12 χρόνια, ενώ θα έχουν
το δικαίωμα επαναγοράς
του ακόμη και πριν τη
λήξη της περιόδου
μίσθωσης στην τρέχουσα
εμπορική του αξία.
Μάλιστα,
σε όλο αυτό το διάστημα
θα επιδοτούνται από το
κράτος για την κάλυψη
ενός μέρους του
μισθώματος, με ποσά που
κυμαίνονται από 70 έως
210 ευρώ το μήνα,
ανάλογα με τη σύνθεση
του νοικοκυριού.
Προστατεύεται με τον
τρόπο αυτό το δικαίωμα
της στέγασης και εφόσον
τα οικονομικά στοιχεία
του δανειολήπτη
βελτιωθούν θα έχει τη
δυνατότητα να αγοράσει
εκ νέου την κατοικία
του.
Όπως
παραδέχεται ανώτατο
στέλεχος από τον κλάδο
των διαχειριστών,
«πρόκειται για
περιπτώσεις ουσιαστικά
χαμένες. Δηλαδή
νοικοκυριά με πολύ
χαμηλά ή ακόμη και
μηδενικά εισοδήματα και
περιουσιακά στοιχεία
μικρής αξίας. Κάθε λύση
λοιπόν που θα βοηθήσει
στην ανάκτηση των
οφειλόμενων είναι
ευπρόσδεκτη».
Πηγή:
Οικονομικός Ταχυδρόμος
|